ἀγχέμαχος

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχέμᾰχος Medium diacritics: ἀγχέμαχος Low diacritics: αγχέμαχος Capitals: ΑΓΧΕΜΑΧΟΣ
Transliteration A: anchémachos Transliteration B: anchemachos Transliteration C: agchemachos Beta Code: a)gxe/maxos

English (LSJ)

ἀγχέμαχον, fighting hand to hand, Il.13.5, Hes.Sc.25; τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα καλούμενα X.Cyr.1.2.13, cf. Arr.Ind.24.4; τεύχεσιν ἀ. APl.4.173 (Jul. Aegypt.).

Spanish (DGE)

(ἀγχέμᾰχος) -ον
I 1que lucha cuerpo a cuerpo, de cerca ἕταροι Il.16.248, cf. 13.5, Λοκροί Hes.Sc.25, πολιάται Simon.FGE 732, Q.S.11.279, οἱ ἀγχέμαχοι Philostr.Im.2.17.10.
2 de armas que sirve para luchar cuerpo a cuerpo θώρακα ... καὶ γέρρον ... μάχαιραν ἢ κοπίδα X.Cyr.1.2.13, δόρατα Q.S.6.363, cf. AP 16.173 (Iul.Epigr.)
no arrojadizo Hsch.
II que pelea cerca, que es compañero de combate Nonn.D.18.368, 34.269.
III adv. ἀγχεμάχως = en el cuerpo a cuerpo D.C.Epit.9.20.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat de près, brave;
2 qui sert à combattre de près.
Étymologie: ἄγχι, μάχομαι.

English (Autenrieth)

(ἄγχι, μάχομαι): fighting hand to hand (cominus).

Greek Monotonic

ἀγχέμᾰχος: -ον (ἄγχι, μάχομαι), αυτός που μάχεται από κοντά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· τὰ ἀγχέμαχα ὅπλα, όπλα κατάλληλα για μάχη σώμα με σώμα, σε Ξεν.

German (Pape)

(für ἀγχί-μ.), Nahkämpfer, Hom. viermal, μυσῶντ' ἀγχεμάχων Il. 13.5, ἀγχεμάχοις ἑτάροισιν 16.248, ἀγχέμαχοι θεράποντες 16.272, 17.165; sp.D., wie D. P. 1002; Ἄβαντες Plut. Thes. 5; ὅπλα, Waffen zum Kampfe in der Nähe, Xen. Cyr. 7.4.15; die er 1.2.13 den τόξα und παλτά entgegensetzt; ähnl. τεύχη Iul.Aeg. 31 (Plan. 173).

Russian (Dvoretsky)

ἀγχέμᾰχος:
1 ведущий ближний бой, сражающийся врукопашную (ἕταροι, θεράποντες Hom.; οἱ Ἄβαντες Plut.);
2 предназначенный для ближнего или рукопашного боя (ὅπλα Xen.).

Middle Liddell

ἄγχι μάχομαι
fighting hand to hand, Il., Hes.; τὰ ἀγχ. ὅπλα arms for close fight, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού μάχεται ἀπό κοντά). Σύνθετη λέξη ἀπό τό ἐπίρρ. ἄγχι + μάχομαι.