(=ζωγραφίζω μέ ἀποχρώσεις φωτός καί σκιᾶς, σκιτσάρω). Ἀπό τό σκιαγράφος → σκιά +γράφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκιά.