διαμασάομαι

Revision as of 08:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

A chew up, Arist.HA612a1, Thphr.CP6.9.1, Apolloph.5, LXXSi.34(31).16, Luc.Alex.12; δ. τὴν γλῶτταν, for ἐνδακεῖν, Alciphr.3.57:—Pass., to be chewed, Arist.Pr.890a25, Gp.12.33. II metaph., carp at, τι Philostr.VSPraef.

Spanish (DGE)

(διαμᾰσάομαι) • Alolema(s): tard. διαμασσ- EM 740.47G.
I 1masticar c. ac. ἀνθέρικον Hp.Coac.491, σκόροδα Ar.Th.494, cf. Apolloph.5, τὰ ξύλα Arist.HA 612a1, τὰ ὀσμώδη Thphr.CP 6.9.1, φύλλον Thphr.HP 9.4.7, τὴν ῥίζαν Luc.Alex.12, τὴν σκίλλαν EM l.c., en v. pas. ὁ κύαμος διαμασώμενος Arist.Pr.890a25, cf. Gp.12.33, τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθέν Aët.5.123, σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματα Steph.in Hp.Aph.2.292.24
fig. τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαι me muerdo la lengua, me contengo Alciphr.3.21.2
c. gen. τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος Arist.HA 613a3.
2 peyor. comer vorazmente μὴ διαμασῶ LXX Si.31.16.
3 masticar, desmenuzar fig. pensar con mucha reflexión λόγους Leont.Byz.M.86.1293C.
II fig. burlarse, mofarse τὴν σπουδὴν τοῦ Γοργίου Philostr.VS 483.

German (Pape)

[Seite 589] (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηθείς auch pass.

Greek (Liddell-Scott)

διαμᾰσάομαι: ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., προβάλλω μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, ἐπικρίνω, Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μασάομαι stuk kauwen.