προλήνιον

Revision as of 08:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

τό, vat in front of a wine-press, LXXIs.5.2.

German (Pape)

[Seite 733] τό, Behälter vor der Kelter, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

προλήνιον: τό, δοχεῖον ἔμπροσθεν τοῦ ληνοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 2).

Greek Monolingual

τὸ, Α
κάδος που τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο χυμός τών σταφυλιών μετά το πάτημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ληνός «πατητήρι» + επίθημα -ιον].