προλήνιον

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλήνιον Medium diacritics: προλήνιον Low diacritics: προλήνιον Capitals: ΠΡΟΛΗΝΙΟΝ
Transliteration A: prolḗnion Transliteration B: prolēnion Transliteration C: prolinion Beta Code: prolh/nion

English (LSJ)

τό, vat in front of a wine-press, LXX Is.5.2.

German (Pape)

[Seite 733] τό, Behälter vor der Kelter, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

προλήνιον: τό, δοχεῖον ἔμπροσθεν τοῦ ληνοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 2).

Greek Monolingual

τὸ, Α
κάδος που τοποθετείται μπροστά από το πατητήρι, όπου συγκεντρώνεται ο χυμός τών σταφυλιών μετά το πάτημά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ληνός «πατητήρι» + επίθημα -ιον].