ἀθῳόω
English (LSJ)
(ἀθῷος) A to hold guiltless, ἀθῷον ἀθῳοῦν τινά LXX Na.1.3, cf. Iamb.Bab.223; τινά τινος Ps.-Callisth.1.7:—fut. Pass. ἀθῳωθήσομαι LXX Pr.6.29, al. 2 avenge, ἀπό τινος ib.Je.15.15. (Written ἀθο- before ω in codd. of LXX.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. pas. ἀθῳωθήσομαι LXX Pr.6.29; impf. med. ἠθῳώμην D.C.Epit.9.24.7]
1 dejar impune, dejar libre ἀθῳῶν οὐκ ἀθῳώσει κύριος LXX Na.1.3.
2 dejar libre de daño, librar με ἀπὸ τῶν καταδιωκόντων με LXX Ie.15.15, cf. LXX Pr.6.29, LXX Il.4.21, Iambl.Epit.5, D.C.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῳόω: (ἀθῷος), θεωρῶ τινα ἀθῷον, οὐχὶ ἔνοχον· ἀθῷον ἀθῳοῦν τινα, Ἑβδ. (Να. α΄, 3)· - μέλλ. παθ. ἀθῳωθήσομαι (Παροιμ.).