ἀθῷος

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῷος Medium diacritics: ἀθῷος Low diacritics: αθώος Capitals: ΑΘΩΟΣ
Transliteration A: athō̂ios Transliteration B: athōos Transliteration C: athoos Beta Code: a)qw=|os

English (LSJ)

ἀθῷον, (θωά, Ion. θωιή):—
A scot-free, E.Ba.672, etc.; ἐγὼ μὲν ἀ. ἅπασι D.18.125; ἀθῴους καθιστάναι τινάς to secure their immunity, Id.3.11; ἀθῷον ἀφιέναι = let go unpunished Test. ap. eund.21.107; ἀθῷον ἀπαλλάττειν or ἀθῷον ἀπαλλάττεσθαι to get off scot-free, Pl.Sph.254d, Lys.6.4; ἀπέρχεσθαι Archipp. 40; διαφυγεῖν Men.130.
2 c. gen., free from a thing, πληγῶν Ar. Nu.1413; ἀθῷος ἀδικημάτων unpunished for offences, Lycurg.79, cf. D.S.14.76.
3 unharmed by, ἀθῷος τῆς Φιλίππου.. δυναστείας D.18.270.
II not deserving punishment, guiltless, innocent, ἀ. ὁ κτείνων Democr.257; ἀ. χερσί LXX Ps.23(24).4; ἀθῷος ἀπὸ τοῦ αἵματος Ev.Matt. 27.24.
III Act., causing no harm, harmless, κίνδυνος D. Prooem. 26. (ἀθῷος distinguished by Gramm. from Ἄθωος, of Mt. Athos, A.Ag.285, cf. Hdn.Gr.1.128.)

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. ἀθώιος IG 12(8).265.6 (Tasos IV a.C.)
1 no dañado ἀ. ἐξ ἐμοῦ ἔσῃ E.Ba.672, ἐπ' ἀθῴοις τοῖς σώμασι περιεῖναι = sobrevivir con los cuerpos intactos Procop.Goth.4.11.43
esp. en sent. jur. ἀ. ὁ κτείνων Democr.B 257, καὶ τὸν δοῦλον μαστιγώσας ἀ. ἔστω IG 12.Suppl.353.9 (Tasos III a.C.), cf. 12(8).265.6 (Tasos IV a.C.), ἐὰν ὀμόσωσιν, ἔστωσαν ἀθῶιοι· IG 9(2).1109.59 (Magnesia II a.C.), οὐδὲ τότε ἀθόος (sic) ἐσόμενος POxy.237.8.17 (II d.C.)
c. gen. libre de ἀ. τῆς Φιλίππου δυναστείας = libre del dominio de Filipo D.18.270, ἀ. πληγῶν Ar.Nu.1413
c. gen. obj. no castigado, impune ἀ. ἀδικημάτων Lycurg.79
pred. ἀθῷον ἀπαλλάττειν Pl.Sph.254d, ἀπέρχεσθαι Archipp.42, διαφυγεῖν Men.Dysc.645, ἀθῷον ἀφεῖναι Test. en D.21.107, cf. Plb.2.58.8, D.C.42.14.2, ἀθῷον ἀποθανεῖν Plb.2.60.1.
2 que no debe ser castigado, que no merece daño, inocente ἀ. χερσί LXX Ps.23.4, ἀ. ὑπὸ τοῦ αἵματος Eu.Matt.27.24, cf. 1Ep.Clem.59.2.
3 que no tiene castigo κίνδυνος D.Prooem.26.3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuni ; p. ext. qui n'a pas à souffrir de, non atteint par, gén.;
2 qui ne cause aucun dommage;
NT: impuni ; non coupable, innocent.
Étymologie: , θωή.

German (Pape)

(θωή), ungestraft, Eur. Med. 1300, Bacch. 671; πληγῶν, frei von Schlägen, Ar. Nub. 1395. Häufiger in Prosa, bes. bei den Rednern, ἀθῷος ἀδικημάτων Lyc. 79; τῶν ἀσεβημάτων DS. 14.76; ἀθῷος τῆς Φιλίππου δυναστείας, ohne durch Philipps Macht Schaden zu erleiden, Dem. 18.270; κινδύνους ἀθῴους ποιεῖν, unschädlich machen, Id. proœm. 26. (Der Akzent führt schon darauf, ἀθῷος für ἀθώϊος zu schreiben, doch steht noch an vielen Stellen ἄθωος.)

Russian (Dvoretsky)

ἀθῷος:
1 освобожденный от наказания, ненаказанный (τινος Diod.): ἀ. ἀπαλλάττειν или ἀπαλλάττεσθαι Lys., Plat. быть освобожденным от наказания; ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. отпустить без наказания (оправдать) кого-л.; οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. ни один провинившийся не ускользнул от наказания; πληγῶν ἀ. Arph. не подлежащий телесному наказанию; ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. оставить безнаказанным кого-л.;
2 невиновный: ἀ. ἅπασι Dem. ни в чем не виноватый; ἀ. ἀπό τινος NT невиновный в чем-л.;
3 не потерпевший ущерба, незадетый: ὅστις ἀ. τινος γέγονεν Dem. всякий, кто не страдал от чего-л.;
4 не причиняющий ущерба, безвредный Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῷος: -ον, (θωή) = μὴ τιμωρηθείς, ἀτιμώρητος, Εὐρ. καὶ Ρήτορες· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, ἐξασφαλίζειν τὸ ἀτιμώρητον αὐτῶν, Δημ. 31, 17· ἀθῷον ἀφιέναι, παρὰ Δημ. 549. 27· ἀθῴος ἀπαλλάττειν ἢ -εσθαι = ἀπέρχεσθαι ἀθῷος, ἀτιμώρητος, Πλάτ. Σοφ. 254Ε. Λυσ. 103. 28· ἀπέρχεσθαι, Ἄρχιπ. ἐν «Ρίνωνι», 1· διαφυγεῖν, Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 4. 2) μ. γεν. ἀπηλλαγμένος τινός, πληγῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1413· ἀλλ’ ἀθ. ἀδικημάτων, ἀτιμώρητος δι’ ἀδικήματα, Λυκοῦργ. 157. 38, πρβλ. Διόδ. 14. 76. 3) ἀβλαβὴς ἔκ τινος, ἀθῷος τῆς Φιλίππου δυναστείας, Δημ. 316, 18. ΙΙ. ὁ μὴ ἄξιος τιμωρίας, ὁ μὴ ἔνοχος, ὁ ἄνευ πταίσματος· ἐγὼ μὲν ἀθῷος ἅπασι, Δημ. 269.4. ΙΙΙ. ἐνεργ., μὴ προξενῶν βλάβην, ἀβλαβής, Δημ. (;) 1437. 9. (Ὁ τύπος καὶ ἡ προσῳδία ἀθῷος τηρεῖται ὑπὸ τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1267).

English (Abbott-Smith)

ἀθῷος (Rec. wrongly, -ῶος; LS, s.v.; Mayser, 131), -ον (< θωή, a penalty), [in LXX chiefly for נקה ni., pi., נָקִי;]
1.unpunished (MM, VGT, s.v.).
2.innocent: Mt 27:4 (WH, R, mg., δίκαιον) 27:24.

Greek Monotonic

ἀθῷος: -ον (θωά, Ιων. θωιή),
I. 1. ατιμώρητος, μη ένοχος, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, το να εξασφαλίζεται η ασυλία, η ατιμωρησία τους, σε Δημ.· ἀθῷον ἀφιέναι, στον ίδ.· ἀθῷος ἀπαλλάττειν ή -εσθαι, το να φεύγει κάποιος ατιμώρητος, το να απαλλάσσεται ως αθώος, σε Πλάτ.
2. απαλλαγμένος από κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.
3. αβλαβής, ανέπαφος από κάτι, με γεν., ἀθῷος τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.
II. αυτός που δεν αξίζει τιμωρία, αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλμα ή σε πταίσμα, στον ίδ.

Middle Liddell

[θωή]
I. unpunished, scot-free, Eur., etc.; ἀθώιους καθιστάναι τινάς to secure their immunity, Dem.; ἀθῶιον ἀφιέναι Dem.; ἀθῶιος ἀπαλλάττειν to get off scot-free, Plat.
2. free from a thing, c. gen., Ar.
3. unharmed by a thing, c. gen., Dem.
II. not deserving punishment, without fault, Dem.

Chinese

原文音譯:¥qwoj 阿-拖哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-刑罰的 相當於: (נָקָה‎) (נָקִי‎ / נָקִיא‎)
字義溯源:無罪的,未受處罰的,無辜之人的,無辜的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)或與(τίθημι)*=受刑罰的)組成。( 太27:24)和合本譯為:罪不在我。原文:我是無罪的,或:我是無辜的
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 無辜的(1) 太27:24;
2) 無辜之人的(1) 太27:4

English (Woodhouse)

guiltless, unharmed, uninjured, with impunity

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed

innocent

Arabic: بَرِيء, بَرِيئَة; Armenian: անմեղ; Azerbaijani: günahsız, suçsuz, təqsirsiz; Basque: errugabe; Belarusian: няві́нны, невінаваты; Bulgarian: невиновен, невинен; Catalan: innocent; Chinese Mandarin: 無辜, 无辜, 無罪, 无罪; Czech: nevinný; Danish: uskyldig; Dutch: onschuldig; Esperanto: senkulpa; Finnish: syytön; French: innocent; Galician: inocente; German: unschuldig; Greek: αθώος; Ancient Greek: ἀθῷος; Hebrew: לא אשם, חף מפשע; Hindi: मासूम, निर्दोष; Hungarian: ártatlan; Icelandic: saklaus, ámælislaus; Irish: neamhchiontach; Italian: innocente; Japanese: 無罪な; Korean: 무죄인; Kyrgyz: кылмышсыз; Latin: innocens; Latvian: nevainīgs; Luxembourgish: onschëlleg; Macedonian: невин; Mongolian: гэм буруугүй; Norwegian: uskyldig; Nynorsk: uskuldig, uskyldig; Old English: unsċyldiġ, saclēas; Old Norse: saklauss; Ottoman Turkish: صوچسز; Persian: بیگناه; Polish: niewinny; Portuguese: inocente; Romanian: nevinovat; Russian: невиновный, невиноватый; Scottish Gaelic: neo-chiontach; Serbo-Croatian Cyrillic: невин, недужан; Roman: nevin, nedužan; Slovak: nevinný; Slovene: nedolžen; Spanish: inocente; Swedish: oskyldig; Turkish: suçsuz; Ukrainian: невинуватий, невинний; Urdu: معصوم; Vietnamese: vô tội; Walloon: enocin; Yiddish: אומשולדיק