ἐμμολύνω
English (LSJ)
pollute in or with, in Pass., LXXPr.24.9(10).
Spanish (DGE)
crist.
1 tr. corromper con, contaminar con τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.3.5.61.
2 manchar, mancillar en sent. relig. moral, en v. pas. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX Pr.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.Pss.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμολύνω: μολύνω, καταμολύνω, τί τινι Γρηγ. Νύσσ.: - παθ. παρὰ τοῖς Ἑβδ.