ἐριστής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1031] ὁ, Streiter, Zänker, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριστής: -οῦ, ό, (ἐρίζω) ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐρίζῃ, φιλόνεικος, Ἀκύλας ἐν Ἰεζεκ. ΜΔ΄, 6.
Greek Monolingual
ἐριστής, ὁ (Α) ερίζω
αυτός που αγαπά τις λογομαχίες, ο εριστικός, ο φιλόνεικος.