μωκός

Revision as of 10:55, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

ὁ, mocker, Arist.HA491b17, EM593.7: as adjective, φίλος μ. LXX Si.36(33).6.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.

Russian (Dvoretsky)

μωκός:насмешник Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μωκός: ὁ, χλευαστής, σκώπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.

Greek Monolingual

μωκός, ὁ (Α)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].

Mantoulidis Etymological

(=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημασία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).