ταυρόμορφος

Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον, bull-formed, ὄμμα Κηφισοῦ E.Ion1261, cf. Ph.2.160, Ath.11.476a; κάνθαρος τ. PMag.Par.1.65.

German (Pape)

[Seite 1074] von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à forme de taureau.
Étymologie: ταῦρος, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόμορφος: быкообразный (ὄμμοι Κηφισοῦ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόμορφος: -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς ταῦρος, ἔχων μορφὴν ταύρου, ὄμμα Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.

Spanish

tauriforme, que tiene forma de toro

Greek Monolingual

-η, -ο / ταυρόμορφος, -ον, ΝΑ, και ταυρεόμορφος, -ον, Α
αυτός που έχει μορφή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].

Greek Monotonic

ταυρόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει μορφή ταύρου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ταυρό-μορφος, ον, μορφή
bull-formed, Eur.

Léxico de magia

-ον tb. ταυρεόμ- tauriforme, que tiene forma de toro de Selene δεῦρ' ἴθι μοι, κερατῶπι, φαεσφόρε, ταυρεόμορφε ven junto a mí, que tienes cuernos en tu rostro, portadora de luz, tauriforme P IV 2548 de un escarabajo ἐξαρτήσας αὐτοῦ (τοῦ καλάμου) θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον τὸν ταυρόμορφον κατὰ τὸ μέσον δεδεμένον cuelga de la caña con crines de caballo macho un escarabajo, el que tiene forma de toro, atado por el centro P IV 65