εἰνόδιος
English (LSJ)
ον, Ep. and Lyr. for ἐνόδ-, Il.16.260, E.Ion1048, etc.
Spanish (DGE)
v. ἐνόδιος.
German (Pape)
[Seite 733] α, ον, p. = ἐνόδιος; Il. 16, 260 Aesch. Prom. 487 Eur. Ion 1048 Theocr. 25, 4.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἐνόδιος.
Russian (Dvoretsky)
εἰνόδιος: Hom., Soph., Eur. = ἐνόδιος.
Greek (Liddell-Scott)
εἰνόδιος: Ἐπ. καὶ λυρ. ἀντὶ ἐνόδιος, Ἰλ. Π. 260, Εὐρ. Ἴων 1048, κτλ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ον (Α)
βλ. ενόδιος.
Greek Monotonic
εἰνόδιος: Επικ. και Λυρ. αντί ἐνόδιος.
Léxico de magia
v. ἐνόδιος