adv.droit au but, adroitement, avec justesse.Étymologie: εὔστοχος.
εὐστόχως:1) метко, без промаха (βάλλειν Xen.);2) метко, остроумно (προσαγορεύειν Plat., κρῖναι Arst.);3) во-время, кстати (τὰς εὐκαιρίας προκατειληφέναι Polyb.).