subs.
Self destruction: P. θάνατος αὐθαίρετος, ὁ (Xen.), V. αὐτόχειρ σφαγή, ἡ.
Commit suicide P. and V. ἀποκτείνειν ἑαυτόν, P. ἑκούσιος ἀποθνήσκειν (Thuc. 1, 138).
Self murderer: P. αὐθέντης, ὁ.