tattered
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Of clothes: P. ῥαγείς (Xen.), V. τρυχηρός, Ar. and V. δυσπινής.
Clothed in rags: V. δυσείματος, κατερρακωμένος.
adj.
Of clothes: P. ῥαγείς (Xen.), V. τρυχηρός, Ar. and V. δυσπινής.
Clothed in rags: V. δυσείματος, κατερρακωμένος.