κορινθιάζομαι
English (LSJ)
practise fornication, because Corinth was famous for its courtesans, Ar. Fr. 354; — Act. in Hsch.
Greek Monolingual
κορινθιάζομαι (Α) κορίνθιος
1. ασκώ το επάγγελμα της πόρνης, όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου
2. είμαι μαστροπός
3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες.
Russian (Dvoretsky)
κορινθιάζομαι: жить по-коринфски, т. е. распутничать Arph.