Dor. for ληκέω (q.v.). λάκη· ῥάκη (Cret.), Hsch. λακηδῆξαι· διαρρῆξαι, Id. λακηθμόν· ὃν οἱ Ἀττικοὶ γλωσσόκομον καλοῦσιν, Id.
dor. c. ληκέω.
λᾱκέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληκέω, Θεόκρ.· πρβλ. λάσκω.
λᾱκέω: Δωρ. αντί ληκέω.
[ᾱ], dor. = ληκέω, s. λάσκω.