Attic for ᾔδειμεν, v. εἴδω.
1ᵉ pl. pqp. poét. de *εἴδω.
ᾖσμεν: (= ᾔδεμεν из ᾔδειμεν) 1 л. pl. ppf. к *εἴδω.
ᾖσμεν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειμεν, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.
ᾖσμεν: Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.
= ᾔδειμεν, s. οἶδα.