οἶδνον: τό, = ὕδνον, διαφ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 11.
τό, = ὕδνον, Theophr.; Suid. erkl. οἰδήματά τινα γῆς.