v. ὅπη III.
(verstärkt ὅπη, s. ὅπη) wie auch, τὸν λόγον ὅπῃπερ ἂν οἷοί τε ὦμεν εὐπρεπέστατα διωσόμεθα, Soph. 251a, öfter; und vom Orte, ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ, wo auch immer, Tim. 45c.