ὅπη

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅπη Medium diacritics: ὅπη Low diacritics: όπη Capitals: ΟΠΗ
Transliteration A: hópē Transliteration B: hopē Transliteration C: opi Beta Code: o(/ph

English (LSJ)

Ep. ὅππη, both in Hom., v. infr. (better written ὅπῃ A.D. Adv.209.27, Eust.174.1); Dor. ὅπᾳ Leg.Gort.2.35, etc. (ὅππᾳ Com.Adesp.p.126 D.), also ὅπη Leg.Gort.1.42, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), etc., and ὅπει IG12(3).248.11 (Anaphe), etc.; Aeol. ὄππα ib. 12(2).645a47. Theoc.28.4; but ὄππᾳ prob. in Alc.Supp.1A.4; Ion. ὅκη (better ὅκῃ) Hdt. (v. infr.) :—Adv., relat. and indirect interrog.:
I of place, by which or what way, in which or what direction or part: sometimes nearly = ὅπου, where, Il.22.321, Od.9.457; εἰρωτᾶν ὅκῃ εἴη v.l. in Hdt.5.87; ὅππῃ τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν = to whatever point . ., at that point... Il.12.48; ὅκῃ ἰθύσειε στρατεύεσθαι Hdt.1.204, cf. 2.146; ἀμηχανῶ . . ὅπᾳ τράπωμαι A.Ag.1532 (lyr.); ἐμβαλοῦ μ' ὅπῃ θέλεις S.Ph.481 codd.
II of Manner, in what way, how, as, ὅπῃ νόος ἐστὶν ἑκάστου Il.20.25, cf. Od.1.347 : more freq. in Trag. and Att., as A.Pr.586,906 (both lyr.), Ag.67 (anap.), al., Th.1.129, Lys. 14.4, etc. : joined with ὅπως, ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως Pl.R.612a, cf. Lg. 899a, 899b, etc.; ὅπῃ ἔτυχεν Arist.GA743a21 (v.l. ὅπου); ὅπῃ ἄν, with subj., ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18; ὅπᾳ κα δικαιότατα Dor.Foed. ap. eund.5.79, cf. 8.56; ἔστιν ὅπῃ in a way, Pl.Prt.331d; ἔσθ' ὅπῃ . .; Id.R.486b; οὐκ ἔστιν ὅπῃ Aeschin.3.209 (as v.l.).
III with other Particles, ὅπῃ δή Il.22.185, etc.; ὅπῃ ποτέ = in what possible direction or in what possible manner, Pl.Sph.231c, R.372e; ὅπῃ δή ποτε Id.Ep.338a : c. gen., τοὺς ὅπῃ ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Plu.Per.17; ὅπῃ οὖν or ὁπῃοῦν, in any direction or in any way whatever, Pl.Prt.353d, Lg.950a; ὁπῃγοῦν Id.Tht.187d (fort. ὁπῃτιοῦν, cf. Ap.35b); ὅπῃπερ, ὅπῃπερ ἄν, S.OT1458 (as v.l.), Pl.Sph.251a, Ti.45c, etc.; cf. ὁπωστιοῦν.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πῆ, und wie dieses auch ὅπῃ geschrieben (s. πῆ) ep. auch ὅππη, dor. ὅπα, relativ u. indirect fragend; 1) vom Ort; – a) wohin, nach welcher Richtung, Seite hin, neben der Bewegung auch das Ruhen und Verbleiben an dem Orte bezeichnend, vgl. Herm. Vig. p. 789; ὅππη τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι, wohin er gebt, dahin weichen sie, Il. 12, 48; ἄρχ', ὅππη σε κραδίη κελεύει, 13, 784; νῦν ψᾶφον ὅπα κῦμα κατακλύσσει; Pind. Ol. 11, 10; ἐμβαλοῦ μ' ὅπη θέλεις, Soph. Phil. 479, wie ἀλλ' ἄγε ὅπη ἐθέλεις Plat. Theaet. 169 c; – mit ἄν u. dem Conj., ὅπη ἂν ὁ λόγος ὥσπερ πνεῦμα φέρῃ, ταύτῃ ἰτέον, Rep. III, 394 d, u. indir. mit dem opt., ὅπῃ τύχοι προϊέναι, Tim. 43 b; τοῦτ' ἤδη ὅπῃ ἀποβήσεται, ἄδηλον, wo wir sagen »wie es ablaufen wird«, Euthyphr. 3 e; c. gen., σήμηνον ὅπη γῆς πεπλάνημαι, Aesch. Prom. 563, wie Eur. Heracl. 19. 46 u. öfter. – b) wo, woselbst; Il. 22, 321 Od. 9, 457; Xen. An. 6, 2, 3; ὅπῃ ἂν τύχωσι τῆς γῆς, Plat. Phaed. 113 b, wo es nur welche giebt. – 2) von der Art und Weise, wie; Il. 20, 25 Od. 1, 347. 8, 45; ὅπη δή, Il. 22, 185; ἔστι δ' ὅπη νῦν ἔστι, Aesch. Ag. 67; τάχ' εἰσόμεσθα τἀπίσημ' ὅπη τελεῖ, Spt. 641, u. öfter; in Prosa, Thuc. 1, 129, ταύτῃ μεταθεῖναι, ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις, 5, 18. 8, 67; Xen. An. 2, 1, 19 u. öfter; ὅπη αὐτὸς οἴοιτο δεῖν εἰπεῖν, ταύτῃ λέγειν, Plat. Conv. 199 b; öfter auch mit ὅπως verbunden, εἴτε ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως, Rep. X, 612 a; εἴθ' ὅπως εἴθ' ὅπῃ, Legg. X, 899 a. – Verstärkt ὁπῃοῦν, wie immer auch, ὅτι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ καὶ ὁπῃοῦν, Plat. Prot. 353 d, vgl. Conv. 194 d; auch vom Orte, wohin auch immer, Legg. XII, 950 a; – ὅπῃπερ, wie auch, τὸν λόγον ὅπῃπερ ἂν οἷοί τε ὦμεν εὐπρεπέστατα διωσόμεθα, Soph. 251 a, öfter; u. vom Orte, ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ, wo auch immer, Tim. 45 c; – ὅπῃ δήποτε, u. ä.

French (Bailly abrégé)

épq. ὅππη;
adv. relat.
I. de lieu;
1 par où, dans la direction où, dans le lieu où avec mouv. : ὅπη γῆς ESCHL dans la région de la terre où avec mouv.
2 sans mouv.
II. de la manière que, comme : ὅπη δή IL, ὅπη οὖν PLAT, ὁπητιοῦν PLAT justement comme ὅπη ἄν, avec le sbj. THC en qqe endroit que ou de qqe manière que ce soit.
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. et πῆ.

Greek (Liddell-Scott)

ὅπη: Ἐπικ. ὅππη, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· Δωρ. ὅπᾱ Πίνδ., κτλ.· Ἰων. ὅκη Ἡρόδ.· Αἰολ. ὅπει Συλλ. Ἐπιγρ. 1841· - Ἐπίρρ. (κυρίως δοτ. ἐξ ἀρχαίας ἀντωνυμ. *ὅπος, ἴδε πῆ· ἐντεῦθεν συχνάκις φέρεται ὅπῃ Εὐστ. 1714, 1, Α. Β. 625)· συσχετικὸν τῷ πῆ. Ι. ἐπὶ τόπου, δι’ ἧς ὁδοῦ, Λατιν. qua. ἐντεῦθεν ὅπου, Λατ. ubi, Ἰλ. Χ. 321, Ὀδ. Ι. 457· - ὡσαύτως ἀντὶ ὅπου, εἰρωτᾶν ὅκη εἴη Ἡρόδ. 5. 87· - καὶ συχνάκις σχεδὸν ὡς τὸ ὅποι, εἰς ὃν τόπον, Λατ. quo, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ περιληπτικῆς σημασίας κινήσεως εἴς τινα τόπον, μεθ’ ἣν ἐπακολουθεῖ καὶ στάσις ἐν τόπῳ, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ὅκη ἰθύσειε στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 204, πρβλ. 2. 146· ἀμηχανῶ ... ὅπα τράπωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532· ἐμβαλοῦ μ’ ὅπη θέλεις ἄγων Σοφ. Φ. 481· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Οὐεργ. ἀρ. 252c, Jelf Ἑλλην. Γραμματ. § 646 σημ.· ὅππη τε ..., τῇτε, ἐκεῖ ..., ὅπου ..., Ἰλ. Μ. 48. 2) βραδύτερον μετὰ γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, εἰς οἱονδήποτε μέρος τοῦ κόσμου, Εὐρ. Ἡρακλ. 19, 46· πρβλ. ὅποι Ι. 1. C. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, καθ’ ὃν τρόπον, ὅπως, Ἰλ. Υ. 25, Ὀδ. Α. 347· συχνότερον παρ’ Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 586, 907, Ἀγ. 67, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 129, Λυσ. 139. 45, κτλ.· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ὅπως, ὅπη ἔχει καὶ ὅπως Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Νόμ. 899Α, Β, κτλ.· ὅπη ἔτυχεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 21· - ὅπη ἂν, μεθ’ ὑποτακτ., ὡς ἕτεροι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκεῖ ἀμφοτέροις Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 18· ὅπα κα δικαιότατα ὁ αὐτ. 6. 8, πρβλ. 8. 56· - ἔσθ’ ὅπη ἢ ἔστιν ὅπη, κατά τινα τρόπον, Πλάτ. Πολ. 486Β, Πρωτ. 331D· οὐκ ἔστιν ὅπη Αἰσχίν. 83· ἐν τέλ.· - μεταγεν. ἐπὶ χρόνου, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 271. ΙΙΙ. μετ’ ἄλλων μορίων, ὅπη δὴ Ἰλ. Χ. 185, Πλάτ. κλ., ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Ο. 11. 62· ὅπη ποτὲ Πλάτ. Σοφ. 231C, Πολ. 372Ε· ὅπη δή ποτε ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 338Α· μετὰ γεν., τοὺς ὅπη ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Πλουτ. Περικλ. 17· - ὅπη οὖν, ἢ ὁπηοῦν Πλάτ. Πρωτ. 353D, Νόμ. 950Α· ὁπηγοῦν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187D· - ὅπηπερ, ὅπηπερ ἂν Σοφ. Ο. Τ. 1458, Πλάτ. Σοφιστ. 251Α, Τίμ. 45C, κτλ.· - πρβλ. ὁπωστιοῦν.

Greek Monotonic

ὅπη: Επικ. ὅππη, Δωρ. ὅπᾱ, Ιων. ὅκη, επίρρ. (κανονικά δοτ. από αρχ. αντων. *ὁπός
I. 1. λέγεται για τόπο, μέσω ποιας οδού, Λατ. qua· επίσης, = ὅπου, όπου, Λατ. ubi, σε Όμηρ.· συχνά όπως το ὅποι, σε ποιο μέρος, Λατ. quo, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.
2. με γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, οπουδήποτε στον κόσμο, σε Ευρ.
II. λέγεται για τρόπο, με ποιον τρόπο; πώς, σε Όμηρ., Αττ.· ὅπηἄν, με υποτ. όπως άλλοι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκῇ ἀμφοτέροις, σε Συνθήκη παρά Θουκ.· ἔσθ' ὅπη ή ἔστιν ὅπη, με οποιονδήποτε τρόπο, με κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

properly dat. from an old Pron. *ὁπός]
I. of place, by which way, Lat. qua; also = ὅπου, where, Lat. ubi, Hom.; sometimes much like ὅποι, whither, Lat. quo, Hom., Hdt., Aesch.
2. c. gen., ὅπη γᾶς, Lat. ubi terrarum, where in the world, Eur.
II. of Manner, in what way, how, Hom., Attic; ὅπη ἄν, with subjunct., like other Conjunctions, ὅπη ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Thuc.:— ἔσθ' ὅπη or ἔστιν ὅπη in any manner, in some way, Plat.

Lexicon Thucydideum

qua, quanam via, by what way, 1.52.3, 1.107.6, 2.11.9, 2.100.5. 3.1.1. 3.112.6. 4.13.3, 4.127.2. 7.71.6, 8.56.4.
qua ratione, in what manner, 1.65.2, 1.129.3, 5.18.11, 5.40.3, 5.77.6 (in foedere Dorico in the Doric treaty),
item likewise 5.79.3. 6.8.2, 6.72.5, 6.93.2. 8.54.2. 8.67.5.