v. παρείας.
πάρωος: «εἶδός τι πυρ(ρ)οῦ χρώματος ἵππου» Ἡσύχ.
ὁ, Α βλ. παρείας.
auch παρωός und παρῶος, kupferrot; gew. ἵππος, ein Fuchs, Arist. H.A. 9.45, v.l. παρώας, nach Phot. ἵππος μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ χρώματος.