τρεσᾶς

Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

or τρέσας, ὁ, v. τρέω 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρεσᾶς: ὁ, δειλός, «ὁ φύξηλις, ὃν καὶ τρεσᾶν, εἴποι ἄν τις κωμικευόμενος» Εὐστ. 772, 12· «τρεσάντων, ὅθεν καί τις ἐν Ἀθηναίοις ἐπὶ δειλίᾳ κωμῳδούμενος τρεσᾶς ἐκαλεῖτο, καθὰ καί τις ἕτερος διάρροιαν πάσχων γαστρὸς χεσᾶς ἐλέγετο» ὁ αὐτ. 1000, 11. - Ἐν Χοιροβ. Καν. 43, 3 παροξυτόνως «τρέσας τρέσα, ὁ δειλὸς», ἀλλὰ διορθωτ. τρεσᾶς, τρεσᾶ, ἴδε τὸ ῥῆμα τρέω Ι. 2.

Greek Monolingual

-ᾱ, ὁ, Α
αυτός που τράπηκε σε φυγή, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ- του ρ. τρέω «τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. μτχ. τρέσας) + επίθημα -ᾶς της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. ἐλασ-ᾶς, χεσ-ᾶς)].

German (Pape)

ὁ, der Flüchtling, com., von τρέσας (s. τρέω) gebildet, Eust. Il. p. 772.