= μωμάομαι (blame, find fault with, criticize), Hdn. Epim. 88.
μωμαίνω (Α)μωμῶμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα -αίνω (πρβλ. ασθμ-αίνω)].
= μωμάομαι, Hdn. Epimer.