μωμάομαι
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Ion. μωμέομαι, 3pl. μωμεῦνται Thgn.369, cf. 169; inf. μωμέεσθαι Hp.de Arte 1: fut. μωμήσομαι Il.3.412, Thgn.1079; Dor. μωμάσομαι Simon.5.5: aor. ἐμωμησάμην A.Ag.277; Dor. poet. μωμάσατο Theoc.9.24: (μῶμος):—find fault with, blame, criticize, c. acc., Il. l.c., Thgn.169, 369, Simon. l.c., A. l.c., Ar.Av.171, Call.Dian.222:—poet., Ion. (Democr.48, Eus.Mynd. 1), and later Prose, Luc.Hist.Conscr.33, al.: aor. μωμηθῆναι in pass. sense, 2 Ep.Cor.6.3; v. μωκάομαι.
German (Pape)
[Seite 225] und μωμέομαι, tadeln, verspotten; Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται, Il. 3, 412; ἐμωμήσω, Aesch. Ag. 268; Simds. bei Plat. Prot. 346 c; εὖ γε μωμᾷ ταυταγί, Ar. Av. 171; μωμεῦνται, Theogn. 369; Sp., wie Luc. hist. conscrib. 33, μωμήσασθαι; Plut. μωμήσεταί τις μᾶλλον ἢ μιμήσεται, de glor. Ath. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. μωμήσομαι, ao. ἐμωμησάμην, pf. inus.
blâmer, railler, se moquer de, acc..
Étymologie: μῶμος.
Russian (Dvoretsky)
μωμάομαι: ион. μωμέομαι подвергать осмеянию, осмеивать (τινα Hom.; παιδὸς φρένας Aesch.): μωμήσεταί τις μᾶλλον ἢ μιμήσεται Plut. скорее будут издеваться, чем подражать (надпись на произведениях Аполлодора).
Greek (Liddell-Scott)
μωμάομαι: Ἰων. -έομαι, γ΄ πληθ. -εῦνται Θέογν. 369, πρβλ. 169: μέλλ. -ήσομαι Ἰλ., Θέογν.: ἀόρ. ἐμωμησάμην Αἰσχύλ., Δωρ. ποιητ. ἀόρ. μωμάσατο Θεόκρ. 9. 24· ἀποθ.· (μῶμος). Εὑρίσκω σφάλμα εἴς τινα, ψέγω, μέμφομαι, κατηγορῶ αὐτόν, μετ’ αἰτ. Τρῳαὶ δέ μ’ ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται Ἰλ. Γ. 412, Θέογν. 169, 369, Σιμων. 8. 12, Αἰσχύλ. Ἀγ. 277, Ἀριστοφ. Ὄρν. 171. - Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ῥημ. ἐπίθ. μωμητέον, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτ., Εὐστ. 1435. 31· - ἀόρ. μωμηθῆναι ἐπὶ παθ. σημασ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Β΄ Ἐπισ. ϛʹ, 3, ἴδε μωκάομαι.
English (Autenrieth)
fut. μωμήσονται: censure, reproach, Il. 3.412†.
English (Strong)
from μῶμος; to carp at, i.e. censure (discredit): blame.
English (Thayer)
μωμωμαι: 1st aorist middle ἐμωμησαμην; 1st aorist passive ἐμωμήθην; (μῶμος, which see); from Homer down; to blame, find fault with, mock at: Wisdom of Solomon 10:14.)
Greek Monotonic
μωμάομαι: (μῶμος)· Ιων. -έομαι, γʹ πληθ. -εῦνται· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμωμησάμην, Δωρ. γʹ ενικ. μωμάσοιτο· αποθ., βρίσκω σφάλμα σε κάποιον, κατηγορώ, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· απαρ. αορ. αʹ μωμηθῆναι με Παθ. σημασία, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μωμάομαι, μῶμος
Dep.: to find, fault with, blame, c. acc., Il., Aesch.:—an aor1 inf. μωμηθῆναι in pass. sense, NTest.
Chinese
原文音譯:mwm£omai 摩馬哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:缺陷
字義溯源:吹毛求疵,指摘,找出錯處,不信任,挑剔,挑不是,毀謗;源自(μῶμος)*=瑕疵)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 挑剔(1) 林後8:20;
2) 被毀謗(1) 林後6:3
Mantoulidis Etymological
-ῶμαι (=ψέγω, κατηγορῶ). Ἀπό τό μῶμος (=ψόγος), πού παράγεται, ἀπό τό μέμφομαι ἤ ἀπό τό μύω (=κλείνω).
Παράγωγα: μώμημα, μώμησις, μωμητέος, μωμητέον, μωμητής, μωμητικός, μωμητός, ἀμώμητος, παναμώμητος (=πάναγνος), ἄμωμος, πανάμωμος, Μῶμος (=θεός τῆς μομφῆς, γιός τῆς Νύχτας).