συνοίσω

Revision as of 16:37, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

v. συμφέρω, συνοίσειν.

French (Bailly abrégé)

fut. de συμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοίσω fut. bij συμφέρω.

Russian (Dvoretsky)

συνοίσω: fut. к συμφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίσω: μέλλ. τοῦ συμφέρω.

Greek Monotonic

συνοίσω: μέλ. του συμφέρω.

German (Pape)

fut. zu συμφέρω.