τό, Aeol. for ἑρπετόν, Sapph.40, Theoc.29.13. (Cf. ἁρπετόν.)
ὄρπετον: τό, Αιολ. αντί ἑρπετόν.
ὄρπετον: τό эол. Theocr. = ἑρπετόν.
ὄρπετον, ου, τό, [aeolic for ἑρπετόν.]
τό, äol. = ἑρπετόν; Sappho bei Hephaest. p. 24; Theocr. 29.13.