ἀκέαστος

Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, = ἄκλαστος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον indivisible Gr.Naz.M.37.404, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέαστος: -ον, (κεάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σχίσῃ ἢ χωρίσῃ, Γρηγ. Ναζ. «ἀκέαστος, ἄκλαστος», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀκέαστος, -ον (Α) κεάζω
αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος
«ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α).

German (Pape)

nicht zu spalten, zu trennen, Sp.