ή, όν, nailed on, Hero Aut.2.2.
ἐφηλωτός: -ή, -όν, (ἐφηλόω) καρφωμένος ἐπάνω εἴς τι, Ἥρων. Αὐτομ. σ. 244.
ἐφηλωτός, -ή, -όν (Α) εφηλώνωκαρφωμένος πάνω σε κάτι.
(ἐφηλόω) angenagelt, Mathem. vett.