και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) έφηλοςκαρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλοαρχ.παθ. ἐφηλοῦμαι, -όομαια) καρφώνομαι στερεάβ) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).