ἀκαλυφής
English (LSJ)
ές, = ἀκάλυπτος (uncovered, unveiled), S. Ph. 1327, Arist. de An. 422a1 ; — ἀκάλυφος, ον, Hippobot. ap. DL. 8.72.
Spanish (DGE)
(ἀκαλῠφής) -ές
descubierto σηκός S.Ph.1327, cf. Arist.de An.422a1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἀκάλυπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰλῠφής: Soph., Arst. = ἀκάλυπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλῠφής: -ές, = ἀκάλυπτος, Σοφ. Φ. 1327. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, καὶ ἀκάλυφος, ον, Διογ. Λ. 8. 72.
Greek Monolingual
ἀκαλυφὴς (-οῦς), -ές (Α)
ο ακάλυπτος.
Greek Monotonic
ἀκᾰλῠφής: -ές = ἀκάλυπτος, σε Σοφ.
Middle Liddell
= ἀκάλυπτος, Soph.]
German (Pape)
ές, unverhüllt, σηκός Soph. Phil. 1311; dem ἐπικάλυμμα ἔχων entgegengesetzt, Arist. de anim. 2.9.