σύνουρος

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

( ξύνουρος), v. σύνορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. σύνορος.

Greek Monotonic

σύνουρος: Ιων. αντί σύν-ορος.

Russian (Dvoretsky)

σύνουρος: ион. Aesch. = σύνορος.

German (Pape)

ion. = σύνορος.