διάπλεος
Greek Monolingual
-ον
βλ. διάπλεως.
Russian (Dvoretsky)
διάπλεος: переполненный (κακῶν διάπλεαι πόλεις Plut.).
German (Pape)
auch 3 Endgn, κακῶν διάπλεαι πόλεις Plut. Timol. 11; ganz voll; Theophr.; s. διάπλεως.
-ον
βλ. διάπλεως.
διάπλεος: переполненный (κακῶν διάπλεαι πόλεις Plut.).
auch 3 Endgn, κακῶν διάπλεαι πόλεις Plut. Timol. 11; ganz voll; Theophr.; s. διάπλεως.