διάπλεως
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ων, brim-full, τινός Cratin.280, Plu.2.551a: Pl., διάπλεα Thphr. CP 2.1.4: fem. διάπλεαι Plu.Tim.11.
Spanish (DGE)
-α, -ων
totalmente lleno c. gen. ὁ τάλαρος ... γάρου Cratin.312, δένδρα ... διάπλεα τροφῆς Thphr.CP 2.1.4, πόλεις διάπλεαι κακῶν Plu.Tim.11, ὁ δὲ (Οὐιτέλλιος) ... οἴνου Plu.Galb.22, τὸ πρόσωπον ... ἐρυθήματος Plu.2.723d, δ. ὁ λογισμὸς ὀργῆς Plu.2.551a, cf. 1060b.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
entièrement plein.
Étymologie: διά, πλέως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διά-πλεως -ων helemaal vol.
German (Pape)
att. = διάπλεος, Cratin. bei Ath. II.67c und Plut., z.B. adv. Stoic. 3.
Russian (Dvoretsky)
διάπλεως: 2, gen. ωνος Plut. = διάπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
διάπλεως: -ων, μέχρι στεφάνης πλήρης, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 11· πληθ. διάπλεα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 4· πληθ. θηλ. διάπλεαι, Πλούτ. Τιμ. 11. 6.
Greek Monolingual
διάπλεως, -ων και διάπλεος, -ον (AM)
1. υπερπλήρης, κατάμεστος
2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία.