Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάπλεως

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλεως Medium diacritics: διάπλεως Low diacritics: διάπλεως Capitals: ΔΙΑΠΛΕΩΣ
Transliteration A: diápleōs Transliteration B: diapleōs Transliteration C: diapleos Beta Code: dia/plews

English (LSJ)

ων, brim-full, τινός Cratin.280, Plu.2.551a: Pl., διάπλεα Thphr. CP 2.1.4: fem. διάπλεαι Plu.Tim.11.

Spanish (DGE)

-α, -ων
totalmente lleno c. gen. ὁ τάλαρος ... γάρου Cratin.312, δένδρα ... διάπλεα τροφῆς Thphr.CP 2.1.4, πόλεις διάπλεαι κακῶν Plu.Tim.11, ὁ δὲ (Οὐιτέλλιος) ... οἴνου Plu.Galb.22, τὸ πρόσωπον ... ἐρυθήματος Plu.2.723d, δ. ὁ λογισμὸς ὀργῆς Plu.2.551a, cf. 1060b.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
entièrement plein.
Étymologie: διά, πλέως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διά-πλεως -ων helemaal vol.

German (Pape)

att. = διάπλεος, Cratin. bei Ath. II.67c und Plut., z.B. adv. Stoic. 3.

Russian (Dvoretsky)

διάπλεως: 2, gen. ωνος Plut. = διάπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλεως: -ων, μέχρι στεφάνης πλήρης, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 11· πληθ. διάπλεα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 4· πληθ. θηλ. διάπλεαι, Πλούτ. Τιμ. 11. 6.

Greek Monolingual

διάπλεως, -ων και διάπλεος, -ον (AM)
1. υπερπλήρης, κατάμεστος
2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία.