ἡ Περσική, Περσὶς (-ίδος) γῆ, ἡ.
A Persian: Πέρσης, -ου, ὁ. Fem., Περσίς, -ίδος, ἡ.
Persian, adj.: Περσικός. Fem. adj., Περσίς, -ίδος.
In the Persian language, adv.: Περσιστί.