Περσιστί
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], Adv., (Περσίξω)
A in the Persian tongue, in the Persian language, Hdt.9.110, X.An.4.5.10.
II in the Persian fashion, Aristid.Or.34 (50).56.
French (Bailly abrégé)
adv.
en langue perse.
Étymologie: περσίζω.
Greek Monotonic
Περσιστί: [ῐ], επίρρ., (περσίζω), στην περσική γλώσσα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Περσιστί [περσίζω] adv., in het Perzisch.