αἱμαλέος

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

α, ον, blood-red, Tryph.70; bloodstained, AP6.129 (Leon.), Nonn.D.5.14.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰλέος) -α, -ον
• Morfología: [fem. -λέη Triph.70, Nonn.D.4.454]
I 1ensangrentado κοπίς AP 6.129 (Leon.), ἐέρση Nonn.D.4.454, βοὸς ὁλκός Nonn.D.5.14.
2 de color rojo sangre αἱ. ἀμεθύσσου la amatista, Triph.70.
II subst. τὸ αἱ. morcilla Hsch., EM α 500.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sanglant.
Étymologie: αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμαλέος -α -ον αἷμα bebloed.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰλέος: окровавленный (κοπίδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμαλέος: -α, -ον, = αἱματώδης, αἱματόχρους, Ἀνθ. Π. 6. 129. Τρυφ., Νόνν., κτλ.

Greek Monotonic

αἱμᾰλέος: -α, -ον (αἷμα), αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

αἷμα
bloody, blood-red, Anth.

German (Pape)

blutig, κοπίδες Leon.Tar. 23 (VI.129); χεύματα Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); Nonn.