ensangrentado
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Spanish > Greek
αἱμαλέος, αἱμαρρόεις, αἱματηρός, αἱματόεις, αἱμηρός, αἱματοσταγής, αἱμοσταγής, αἱμόφυρτος, αἵμων, δίαιμος, δαφοινήεις, δαφοινός, ἐναιμήεις, ἔναιμος