-ουν, contr. from ἡμίπνοος.
ους, ουν :qui respire à moitié, à demi-mort.Étymologie: ἡμι-, πνέω.
ἡμί-πνους, ουν πνέωhalf-breathing, half-alive, Batr.
zusammengezogen aus ἡμίπνοος.