κρότησις

Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εως, ἡ, clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; (σιδήρου) Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d'un métal).
Étymologie: κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.

Russian (Dvoretsky)

κρότησις: εως ἡ удары, хлопание: κ. χειρῶν Plat. рукоплескания.

Greek Monotonic

κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.

Middle Liddell

κρότησις, εως
a clapping, τινὶ χειρῶν Plat. [from κροτέω

German (Pape)

ἡ, das Schlagen, Schmieden, Sp.; χειρῶν, das Zusammenschlagen der Hände, Beifallklatschen, Plat. Ax. 365a.