κορυνήτης

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, ὁ, club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme armé d'une massue ; particul. l'homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend.

Russian (Dvoretsky)

κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.

English (Autenrieth)

club-brandisher. (Il.)

Greek Monolingual

ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].

Greek Monotonic

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.

Middle Liddell

κορῠνήτης, ου, [from κορύνη
a club-bearer, mace-bearer, Il.

German (Pape)

ὁ, der Keulenträger, der mit einer Streitkolbe bewaffnete Krieger, Il. 7.9, 138; so hieß ein berüchttgter Räuber, DS. 4.59.