εὐφραντός

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ή, όν, A pleasant, dub. in Gal.5.88: Εὐφραντά, τά, title of work by Timocrates, D.L.10.6, cf. Sch.E.Hec.100, al. 2 cheered, delighted, Sch. rec.A.Pr.536.

Greek Monolingual

εὐφραντός, -ή, -όν (Α) ευφραίνω
1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος
2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά
τίτλος έργου του Τιμοκράτους.
επίρρ...
εὐφραντῶς (Μ)
ευχάριστα, ευάρεστα.

Russian (Dvoretsky)

εὐφραντός: радостный, приятный Timocrates ap. Diog. L.

German (Pape)

erfreut, Schol. Aesch. Prom. 536; – erheiternd, Timocr. D. I. 10.6.