εὐάριθμος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)
ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός].
-η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)
ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός].