Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολιγάριθμος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὀλιγάριθμος, -ον)
(για πλήθος) ο λίγος σε αριθμό, ευάριθμος (α. «ολιγάριθμη συγκέντρωση»
3. «ολιγάριθμο στράτευμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἀριθμός, πρβλ. πολυάριθμος].