οῦ, ὁ, policeman, Just.Nov.130.1.
-οῦ, ὁ guía, conductor Iust.Nou.130.1.
διασωστής, ο (Μ)αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας.
ὁ, der Einen glücklich durchbringt; erst bei Sp.