ἡ, = οἶκτος (pity, compassion), Hdn. Epim. 232.
οἰκτοσύνη: ἡ,.= τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 232.
οἰκτοσύνη, ἡ (Α) οίκτοςοίκτος.
ἡ, = οἶκτος, erst Sp., Hdn. Epimer. 232.