τρωγλίτης

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob. = τρωγλοδύτης ΙΙ, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
είδος χελιδονιού που κάνει τη φωλιά του σε οπές, ο τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].

German (Pape)

ὁ, die in Sandlöchern wohnende Uferschwalbe.