οἰνοειδής

Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ές, like wine, Hsch.s.v. οἰνωπόν.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).

German (Pape)

ές, weinähnlich, -artig, Hesych.