μαρούλιον

Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, = θριδακίνη, lettuce, Gp.12.1.2, Alex.Trall.2, Verm. p.593 P.; cf. μαιούλιον.

Greek (Liddell-Scott)

μαρούλιον: τό, μεταγενεστέρα λέξις ἀντὶ τοῦ θριδακίνη, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 156.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grec tardif;
laitue, plante.
Étymologie: DELG pê emprunté au lat. amarulla = lactuca.

German (Pape)

τό, spätes Wort für θριδακίνη, Psell.