νοσοεργός

Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

όν, causing sickness, Poet.de herb.39.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.

Greek Monolingual

νοσοεργός, -όν (Α)
αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, ξυλο-εργός].

German (Pape)

krankheit verursachend, Sp.